Όταν η ευδοκίμως ρηξικέλευθη Φωτεινή Γλαβά, «οὐ φιλονείκως ἀλλ’ ἐλεγκτικῶς», επιτίθεται στον νου μας μέσω των οπτικών νεύρων μας, τότε, «ἀεὶ μετὰ τέχνης ἀλλ᾽ οὐ μετὰ βίας», οι δομικά παρεκτεινόμενες διαγραμμίσεις των σκιοφόρων χρωματισμών της συνταράσσουν το περιστασιακώς μη συνειδητό, δονώντας το αμφίσημο αντιληπτικό ρήγμα μας και σαθρώνοντας μεταισθητικά «πάντα αὐτοῦ τὰ ὀχυρώματα», διεγείρουν την υποφώσκουσα ροϊκή συναρπαγή τού σχήματος και τής υπόμνησης και, επάνω σε «δολιχὴν ὁδὸν ἀργαλέην τε», αισίως αντανακλούν την καταισθαντική μετακίνηση από το λελυμένο προς το ευπρόσωπο. Και τότε – «Ἃλωσις; Ἄγρευσις;» – ο νους αρνείται κατηγορηματικά να μην ηττηθεί από την καλλίνικη παρειδωλία. «Ὑπερμάχεται ἡμῶν ἡ ἀλήθεια…».

Κατά την διαρκώς και διερώς ευκρόταλη συνεύρεση Εικόνας, Μνήμης και Νου, όπου με καταιγιστικές δέσμες ορατικών εναυσμάτων και δίχως ίχνος αντίστασης μάς έχει οδηγήσει η ζωγράφος, «ἔργῳ δεικνύσα τὸν ἐγκείμενον θησαυρὸν, οὐχὶ ῥήμασι», η Αίσθηση, η Ανάμνηση και η Διάνοια προσδοκούν να κατακερματίσουν το πολυδιάστατο είδωλο δίχως, ωστόσο, να επιθυμούν να υποκλέψουν, εμφράξουν ή επιθολώσουν την δυναμική αμαλγαμάτωση των «ἀναρπασθέντων εἰς τὴν ὑπερορίαν» και «ἐν τῇ οἰκείᾳ ὥρᾳ» συρρεόντων – και ούτως ή άλλως εναυλιζομένων στο απείκασμα – παρειδωλιακών αποτυπώσεων. Εδώ αναρριχώνται τα ερωτήματα: Αντίληψη ή Ανάμνηση; Αίσθηση ή Φαντασία; Είδωλο ή Παρείδωλο; Εδώ θεμελιώνεται η βεβαιότητα: εύτροπο έργο τής ευθαρσούς ζωγράφου είναι ο καταιγιζόμενος νους τού ανθιστάμενου θεατή, και ευδινό δημιούργημα τής Φωτεινής Γλαβά είναι η δική μας μνημονική παλινέγερση, το δικό μας «ἀναμνηστόν», ο δικός μας νοητικός πυθμένας. Και «τί οὖν χρὴ πρὸς ὀνείρους καταφεύγειν;».

Στις «ἐν χερσί» δύο διαστάσεις των πινάκων της διαχέονται τα «ὁρώμενα καὶ φθορᾷ ὑποκείμενα» χρωμοσχήματα, προς επίρρωση, ωστόσο, των κατασειόμενων οπτικών προσλήψεών μας, ενόσω στον τρισδιάστατο χωροχρόνο μας, «ἕως ἐσμὲν ὑπὲρ γῆς», η σύγκριτη απεικαστική περιδίνηση τού δυσπροσπέλαστου ηνιοχεί τον Νου, «πάσῃ μηχανῇ τε καὶ ἐπινοίᾳ χρωμένη». Ο διαρρηκτικός συμφυρμός μεταξύ των πολυποίκιλων φωτεινών κυμάνσεων, αρμονικά χορεύοντας με τους οπτικούς παλμούς, που ηγεμονικά κυριαρχούν στο σύνολο τού ειδητικού πεδίου, αιφνιδιάζει τον διαχρωματικό αλληλοδορατισμό. Και αυτός, «ὀδυνώμενος ἐκλαλῆσαι» τα φασματικά μήκη και πλάτη των αισθητικών – ή μήπως νοητικών; – παραστάσεων, αναζητά την Υπόμνηση, προσφεύγει στην Κατανόηση, αλλά παραμένει εκούσια αυτέγκλειστος στην λευκή και μελανή και πορφυρή σαγήνη τής Αίσθησης. Και πράττει ορθώς. Ίσως έχει ήδη εισέλθει στην τέταρτη διάσταση…

Ας επικαλεστούμε τον Justinus Kerner. Ας ανατρέξουμε στον Hermann Rorschach. «Οἱ πλέοντες ἀνέμων χρῄζουσι πρὸς τὴν εὔπλοιαν». Και ενθουσιωδώς ας αναγνωρίσουμε στην Φωτεινή Γλαβά την κομψή και αειθαλή ικανότητα να μας υποδεικνύει καλλιτεχνικώς τον Παρειδωλιακό μας Νου. «Τοῦτο ἄριστον καὶ εὐχῆς τυγχάνει πέρας…».

Αθανάσιος Τσακνάκης
Οκτώβριος τού 2023