Πουλί εντομοφάγο, όπως λέει και το όνομά του. Ο Μυγοχάφτης (Muscicapa), φωλιάζει σε κουφάλες δέντρων ή και σε χαλάσματα και συνήθως γεννά 4-5 γαλαζωπά αβγά κάθε φορά. Στέκεται καμαρωτός, πετά πάνω-κάτω, μαζεύει έντομα με επιδεξιότητα και συνήθως γυρνά στο ίδιο κλαδί από όπου εφορμά. Μοναχικό πουλί, το συναντάμε …στην άκρη του δάσους, σε κήπους και άλση, καλοκαιρινός επισκέπτης στη χώρα μας, θα το δούμε κυρίως από τον Μάρτιο έως τον Οκτώβριο, άφθονο ακόμη και στα πάρκα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Είναι χρήσιμο πτηνό για την γεωργία καθώς εξουδετερώνει παράσιτα και έντομα.
Οι μυγοχάφτες έχουν γενικά πλατύ ράμφος, η βάση του οποίου περιβάλλεται από σκληρές τρίχες και τα πόδια τους είναι συνήθως αδύναμα και κοντά.
Γνωστότερο είναι το είδος Σταχτομυγοχάφτης (Muscicapa striata). Έχει μήκος 13 εκ., μαύρο πλατύ ράμφος, μαύρα κοντά πόδια και μακριά ουρά και φτερούγες. Το φτέρωμά του είναι καφέ-γκριζωπό στη ράχη και λευκωπό με ελαφρές σκουρόχρωμες ραβδώσεις στο στήθος και στην κοιλιά. Συνήθως στέκεται μόνος του σε ξερά κλαδιά, φράχτες και ηλεκτροφόρα καλώδια από όπου μπορεί να εντοπίσει ευκολότερα τη λεία του. Τρέφεται με έντομα που συλλαμβάνει κατά την πτήση κάνοντας επιδέξιους ελιγμούς.
Από τα υπόλοιπα, ξεχωρίζουν ο Δρυομυγοχάφτης, ο Νανομυγοχάφτης και ο Κρικομυγοχάφτης.
O Δρυομυγοχάφτης φτάνει σε μήκος σώματος τα 13 εκατοστά, το άνοιγμα των φτερούγων του είναι από 23 έως 24 εκατοστά. Έχει ολόμαυρο το πάνω μέρος του σώματός του, που διακόπτεται στο αρσενικό από ένα λευκό περιλαίμιο. Χαρακτηριστική, επίσης, είναι η λευκή κηλίδα στο μέτωπο καθώς και το λευκό χρώμα στα εξωτερικά φτερά της ουράς και στα πλάγια του λαιμού. Πολύ δύσκολη η διάκριση με τον Κρικομυγοχάφτη μιάς και οι διαφορές είναι πολύ μικρές. Το κάλεσμά του είναι ένα χαρακτηριστικό «ζιιμπ» και, όταν το πουλί ερεθιστεί, αφήνει ένα φοβισμένο «τικ», συχνά επαναλαμβανόμενο. Το κελάηδημά του, ένα σύντομο και απλό «τζιτ – τζιτ – τζιτ – σγιου – ζι», με γρήγορο ρυθμό. Στην Ελλάδα ο πληθυσμός του δεν ξεπερνάει τις μερικές εκατοντάδες ζευγάρια.
Ο Κρικομυγοχάφτης, μικρός σε μέγεθος μυγοχάφτης, με μήκος σώματος έως 13 εκατοστά. Όπως όλοι οι μυγοχάφτες, κυνηγά κυρίως έντομα στον αέρα, αλλά ψάχνει και στο έδαφος, ειδικά ανάμεσα στα φύλλα, για προνύμφες, αράχνες και άλλα ασπόνδυλα. Σπάνια τρέφεται με φρούτα. Τα αρσενικά έχουν ασπρόμαυρο φτέρωμα, ξεχωρίζει από το λευκό κολάρο και το εκτεταμένο λευκό στο μέτωπο. Το πάνω μέρος του σώματος είναι κυρίως μαύρο, με άσπρο στις φτερούγες. Το στήθος και η κοιλιά είναι άσπρα. Ο Κρικομυγοχάφτης μπορεί να γίνει αντιληπτός και από τη φωνή του, ένα δυνατό «ιιπ» που θυμίζει φωνή αηδονιού.
Ο Νανομυγοχάφτης ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα συγγενικά του είδη, από το μικρό του μέγεθος 11,5 εκατοστά, όπως δηλώνει και το όνομά του αλλά και από το διαφορετικό χρωματισμό, αφού το αρσενικό έχει πολύ χαρακτηριστικό κοκκινωπό λαιμό. Πιο δειλός από τους άλλους μυγοχάφτες, ο Νανομυγοχάφτης περνά τον περισσότερο καιρό του κρυμμένος μέσα στα φυλλώματα στην κορυφή των δένδρων. Προτιμά κυρίως φυλλοβόλα δάση, συνήθως κοντά στο νερό. Τρέφεται με έντομα, μικρά αραχνοειδή, μυρμήγκια, σκαθάρια, μύγες, πεταλούδες και σαλιγκάρια. Το φθινόπωρο, προστίθενται στη διατροφή φυτικές τροφές, βατόμουρα κυρίως και άλλα άγρια φρούτα. Αφήνει ένα ζωηρό «τσικ» ενώ το τραγούδι του έχει ποικιλία και κορυφώνεται με μια γρήγορη τρίλια.